- απαθανάτιση
- η κ. απαθανατισμός, ο (Α ἀπαθανάτισις, -εως)νεοελλ.η τέχνη ή ο τρόπος να γίνει κάτι αθάνατο, να διατηρηθεί η ανάμνηση τουαρχ.η θεοποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαθανατισμός — απαθανατισμός, ο και απαθανάτιση, η το να γίνει κανείς αθάνατος: Ο απαθανατισμός του Περικλή έγινε κυρίως με τα έργα στην Ακρόπολη της Αθήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)